- κατάποσις
- κατάποσιςgulping downfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπόσει — κατάποσις gulping down fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταπόσεϊ , κατάποσις gulping down fem dat sg (epic) κατάποσις gulping down fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσεις — κατάποσις gulping down fem nom/voc pl (attic epic) κατάποσις gulping down fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσεσι — κατάποσις gulping down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσεσιν — κατάποσις gulping down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσιος — κατάποσις gulping down fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάποσιν — κατάποσις gulping down fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάποση — η (Α κατάποσις) [καταπίνω] το να καταπίνει κάποιος, το κατάπιομα νεοελλ. φυσιολ. η λειτουργία με την οποία ο βλωμός κατέρχεται από την κοιλότητα τού στόματος διά μέσου τού οισοφάγου στο στομάχι αρχ. το όργανο με το οποίο γίνεται η κατάποση, ο… … Dictionary of Greek
ԿՂԿՂՈՒՄՆ — (ղման.) NBH 1 1103 Chronological Sequence: 6c, 12c, 13c գ. Կղկղելն, եւ իլն. մղումն. διΰλισις defecatio. Մանաւանդ Կլումն, եւ ընկալումն՝ իբր ծծելով, կամ անցանելով ընդ քամոցն ʼի վայր. κατάποσις deglutitio, absorptio. *Բաղկացաւ եւ գոյացաւ մահկանացուն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καταπόσεων — καταπόσεω̆ν , κατάποσις gulping down fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσεως — καταπόσεω̆ς , κατάποσις gulping down fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)